- άβλαβος
- -η, -ο(με ενεργ. και παθ. σημ.) ο αβλαβής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + βλάβω, μσν. τύπ. τού βλάπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άβλαβος — άβλαβος, η, ο και άβλαφτος, η, ο αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, σώος, απαραβίαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδίκητος — η, ο (Μ ἀδίκητος, ον) [ἀδικῶ] αυτός που δεν τόν αδίκησαν, ο αζημίωτος, ο άβλαβος … Dictionary of Greek
αδαλής — ἀδαλής, ές (Α) (δωρ. τ. αντί τού ἀδηλής) άβλαβος, υγιής … Dictionary of Greek
αζήμιος — α, ο (Α ἀζήμιος, ον) [ζημία] 1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά ή βλάβη, ο άβλαβος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη, ο αβλαβής αρχ. 1. ο απαλλαγμένος από χρηματικό πρόστιμο, αυτός που δεν τιμωρήθηκε στο δικαστήριο με πρόστιμο 2. που δεν… … Dictionary of Greek
ακήριος — (I) ἀκήριος, ιον (Α) [κὴρ, η] 1. αυτός που δεν τόν έβλαψαν, δεν τόν πείραξαν οι κήρες* και γεν. άβλαβος, απείραχτος 2. αβλαβής, ακίνδυνος 3. άδολος, άκακος. (II) ἀκήριος, ον (Α) [κῆρ, το] 1. αυτός που δεν έχει καρδιά, ψυχή, ζωή 2. δειλός, άψυχος … Dictionary of Greek
αλώβητος — η, ο (Α ἀλώβητος, ον) [λωβητός] (και μτφ.) αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη, άβλαβος, ακέραιος, αμείωτος … Dictionary of Greek
ανέβλαβος — η, ο ο άβλαβος* … Dictionary of Greek
ανε- — στερ. πολλές φορές το α στερ. παρουσιάζεται και με τύπο ανε , όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Έτσι, όταν υπάρχουν και οι κανονικοί, από α στερ. τύποι, σχηματίζονται συχνά ζεύγη συνων. παραλλήλων, όπως άβαθος ανέβαθος, άβγαλτος… … Dictionary of Greek
ασεβής — ές και άσεβος, η ο (AM ἀσεβής, ές) αυτός που δεν σέβεται τα θεία, ο βέβηλος ή ο ιερόσυλος νεοελλ. 1. αυτός που φέρεται με ασέβεια προς τους άξιους σεβασμού 2. αυτός που εκδηλώνει ασέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασεβής < α στερ. + σεβής < σέβας, ενώ… … Dictionary of Greek
αζημίωτος — αζημίωτος, η, ο και αζήμιωτος, η, ο αυτός που δεν έπαθε ζημιά, άβλαβος: Από την υπόθεση εκείνη δε βγήκε βέβαια αζημίωτος· φρ. «με το αζημίωτο», χωρίς ζημιά, με κέρδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)